- σπαθίς
- -ίδος, η, ΝΑσπάτουλααρχ.πυκνά υφασμένο ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαθίς — spatula fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθί — σπαθίς spatula fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίδα — σπαθίς spatula fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίδι — σπαθίς spatula fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίν — σπαθίς spatula fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)